Dictionary of Greek. 2013.
κναφήιον — κναφήϊον , κναφεῖον fuller s shop neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γναφείo — το (AM γναφεῑον, Α και κναφεῑον και κναφήϊον) [κναφεύς] το εργαστήριο τού βυρσοδέψη … Dictionary of Greek